- φορμός
- φορμόςbasket for carryingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φόρμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορμός — ὁ, Α 1. πλεκτό σκεύος, κατάλληλο κυρίως για τη μεταφορά σιτηρών 2. πλεκτό κάλυμμα ή στρώμα, ψάθα 3. ναυτικό ένδυμα από χοντρό πλεκτό ύφασμα 4. μονάδα μέτρησης σιτηρών, ισοδύναμη σχεδόν με τον μέδιμνο 5. δέσμη ξύλων, δεμάτι 6. κόσκινο, κρησάρα 7.… … Dictionary of Greek
φορμοῖς — φορμός basket for carrying masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορμοί — φορμός basket for carrying masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορμοῦ — φορμός basket for carrying masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορμούς — φορμός basket for carrying masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορμῶν — φορμός basket for carrying masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορμῷ — φορμός basket for carrying masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορμόν — φορμός basket for carrying masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φόρμοι — Φόρμος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)